Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apostèma  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aposˈtɛma]

απόστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apostatare apostolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apoplettico (αρσ. επίθ και ουσ)
aporia (θηλ.ουσ)
apostasia (θηλ.ουσ)
apostata (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
apostatare (ρ.αμτβ.)
apostema (ουσ αρσ και θηλ.)
apostolato (ουσ αρσ )
apostolico (αρσ. επίθ και ουσ)
apostolo (ουσ αρσ )
apostrofe (θηλ.ουσ)
apostrofo (ουσ αρσ )
apotema (ουσ αρσ )
apoteosi (θηλ.ουσ)
apotropaico (επίθ.)
appaciamento (ουσ αρσ )
appaciare (ρ. μτβ.)
appacificare (ρ. μτβ.)
appagabile (επίθ.)
appagamento (ουσ αρσ )
appagante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---