Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apologèta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [apoloˈʤɛta]

απολογητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apollo apologetica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)
apoliticità (θηλ.ουσ)
apolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
apollo (ουσ αρσ )
apologeta (ουσ αρσ και θηλ.)
apologetica (θηλ.ουσ)
apologetico (επίθ.)
apologia (θηλ.ουσ)
apologista (ουσ αρσ και θηλ.)
aponeurosi (θηλ.ουσ)
apoplessia (θηλ.ουσ)
apoplettico (αρσ. επίθ και ουσ)
aporia (θηλ.ουσ)
apostasia (θηλ.ουσ)
apostata (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
apostatare (ρ.αμτβ.)
apostema (ουσ αρσ και θηλ.)
apostolato (ουσ αρσ )
apostolico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---