Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apòlide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]

1 άτομο άνευ υπηκοότητας
2 πρόσωπο χωρίς πατρίδα
3 άπατρις άνθρωπος

apòlide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]

1 άπατρις
2 άνευ υπηκοότητας
3 χωρίς πατρίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apografo apoliticità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apofisi (θηλ.ουσ)
apofonia (θηλ.ουσ)
apoftegma (ουσ αρσ )
apogeo (αρσ. επίθ και ουσ)
apografo (αρσ. επίθ και ουσ)
apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)
apoliticità (θηλ.ουσ)
apolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
apollo (ουσ αρσ )
apologeta (ουσ αρσ και θηλ.)
apologetica (θηλ.ουσ)
apologetico (επίθ.)
apologia (θηλ.ουσ)
apologista (ουσ αρσ και θηλ.)
aponeurosi (θηλ.ουσ)
apoplessia (θηλ.ουσ)
apoplettico (αρσ. επίθ και ουσ)
aporia (θηλ.ουσ)
apostasia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---