Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turboalternatóre (ουσ αρσ ) turgidézza (θηλ.ουσ)
turbocistèrna (θηλ.ουσ) turgidità (θηλ.ουσ)
turbocompressóre (ουσ αρσ ) tùrgido (επίθ.)
turbodìnamo (θηλ.ουσ) turgóre (ουσ αρσ )
turboelèttrico (επίθ.) turìbolo (ουσ αρσ )
turboèlica (ουσ αρσ και θηλ.) turiferàrio (ουσ αρσ )
turbogeneratóre (ουσ αρσ ) turióne (ουσ αρσ )
turbogètto (ουσ αρσ ) turìsmo (ουσ αρσ )
turbolenteménte (επίρ.) turìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
turbolènto (αρσ. επίθ και ουσ) turìstico (επίθ.)
turbolènza (θηλ.ουσ) turlupinàre (ρ. μτβ.)
turbomotóre (ουσ αρσ ) turlupinatóre (ουσ αρσ )
turbonàve (θηλ.ουσ) turlupinatùra (θηλ.ουσ)
turbopómpa (θηλ.ουσ) turnazióne (θηλ.ουσ)
turboreattóre (ουσ αρσ ) turnìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
turbosfèra (θηλ.ουσ) tùrno (ουσ αρσ )
turboventilatóre (ουσ αρσ ) tùrpe (επίθ.)
turcàsso (ουσ αρσ ) turpeménte (επίρ.)
turchése (ουσ αρσ ) turpilòquio (ουσ αρσ )
Turchìa (θηλ.ουσ) turpitùdine (θηλ.ουσ)
turchinétto (αρσ. επίθ και ουσ) turricolàto (επίθ.)
turchìno (αρσ. επίθ και ουσ) turrìto (επίθ.)
turcimànno (ουσ αρσ ) tùssor (ουσ αρσ )
tùrco (ουσ αρσ ) tùta (θηλ.ουσ)
tùrco (επίθ.) tutèla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: