Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tripósto (αρσ. επίθ και ουσ) tristeménte (επίρ.)
trìppa (θηλ.ουσ) tristézza (θηλ.ουσ)
trippàio (ουσ αρσ ) tristìzia (θηλ.ουσ)
tripperìa (θηλ.ουσ) trìsto (αρσ. επίθ και ουσ)
trippóne (ουσ αρσ ) tritàbile (επίθ.)
tripsìna (θηλ.ουσ) tritacàrne (ουσ αρσ )
triptofàno, triptòfano (ουσ αρσ ) tritaghiàccio (ουσ αρσ )
tripudiàre (ρ.αμτβ.) tritàre (ρ. μτβ.)
tripùdio (ουσ αρσ ) tritarifiùti (ουσ αρσ )
trireattóre (ουσ αρσ ) tritàto (επίθ.)
trirégno (ουσ αρσ ) tritatùra (θηλ.ουσ)
trirème (θηλ.ουσ) tritatùtto (ουσ αρσ )
tris (ουσ αρσ και θηλ.) tritèllo (ουσ αρσ )
trisàvola (θηλ.ουσ) trìto (αρσ. επίθ και ουσ)
trisàvolo (ουσ αρσ ) tritolare (ρ. μτβ.)
trisecàre (ρ. μτβ.) tritòlo (ουσ αρσ )
trisettrìce (θηλ.ουσ) tritóne (ουσ αρσ )
trisezióne (θηλ.ουσ) trìttico (ουσ αρσ )
trisillàbico (επίθ.) trittòngo (ουσ αρσ )
trisìllabo (ουσ αρσ ) tritùme (ουσ αρσ )
trisìllabo (επίθ.) trituràbile (επίθ.)
trìsma (ουσ αρσ ) trituràre (ρ. μτβ.)
trìsmo (ουσ αρσ ) trituratóre (ουσ αρσ )
Tristàno (κύρ.όν. αρσ.) trituratóre (επίθ.)
trìste (επίθ.) triturazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: