Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtritóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [triˈtone] 1 γαστερόποδο γένους cymatidae 2 σαλαμάντρα αμφίβια γένους Triturus 3 Τρίτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |