Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


triturazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trituratˈtsjone]

1 άλεσμα
2 τρίψιμο
3 κοπάνισμα
4 αλευροποίηση
5 κονιορτοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trituratore triumvirale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tritume (ουσ αρσ )
triturabile (επίθ.)
triturare (ρ. μτβ.)
trituratore (ουσ αρσ )
trituratore (επίθ.)
triturazione (θηλ.ουσ)
triumvirale (επίθ.)
triumvirato (ουσ αρσ )
triumviro (ουσ αρσ )
trivalente (θηλ. επίθ και ουσ)
trivalenza (θηλ.ουσ)
trivalve (επίθ.)
trivella (θηλ.ουσ)
trivellare (ρ. μτβ.)
trivellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trivellatura (θηλ.ουσ)
trivellazione (θηλ.ουσ)
trivello (ουσ αρσ )
triviale (επίθ.)
trivialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---