Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrivèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [triˈvɛlla] 1 γεωτρύπανο 2 τοξοτρύπανο 3 αρίδα 4 τρυπάνι 5 τριβέλι 6 εργαλείο ανοίγματος οπών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |