Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trochèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [troˈkɛo]

τροχαίος (μετρικός πους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trocanterico troclea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trivio (ουσ αρσ )
trizio (ουσ αρσ )
trocaico (επίθ.)
trocantere (ουσ αρσ )
trocanterico (επίθ.)
trocheo (ουσ αρσ )
troclea (θηλ.ουσ)
trocleare (αρσ. επίθ και ουσ)
trofeo (ουσ αρσ )
trofico (επίθ.)
trofismo (ουσ αρσ )
trofoblasto (ουσ αρσ )
trofoneurosi (θηλ.ουσ)
trofoneurotico (επίθ.)
troglodita (ουσ αρσ και θηλ.)
trogloditico (επίθ.)
trogloditismo (ουσ αρσ )
trogolo (ουσ αρσ )
troia (θηλ.ουσ)
troiaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---