Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trofoneuròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trofonewˈrɔzi]

τροφονεύρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trofoblasto trofoneurotico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trocleare (αρσ. επίθ και ουσ)
trofeo (ουσ αρσ )
trofico (επίθ.)
trofismo (ουσ αρσ )
trofoblasto (ουσ αρσ )
trofoneurosi (θηλ.ουσ)
trofoneurotico (επίθ.)
troglodita (ουσ αρσ και θηλ.)
trogloditico (επίθ.)
trogloditismo (ουσ αρσ )
trogolo (ουσ αρσ )
troia (θηλ.ουσ)
troiaio (ουσ αρσ )
troiano (ουσ αρσ )
troiano (επίθ.)
troica (θηλ.ουσ)
tromba (θηλ.ουσ)
trombaio (ουσ αρσ )
trombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trombetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---