Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tròica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɔjka]

1 τρόικα (ρωσική άμαξα με 3 άλογα)
2 τριανδρία που κυβερνά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troiano tromba  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trogolo (ουσ αρσ )
troia (θηλ.ουσ)
troiaio (ουσ αρσ )
troiano (ουσ αρσ )
troiano (επίθ.)
troica (θηλ.ουσ)
tromba (θηλ.ουσ)
trombaio (ουσ αρσ )
trombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trombetta (θηλ.ουσ)
trombettiere (ουσ αρσ )
trombettista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombina (θηλ.ουσ)
trombo (ουσ αρσ )
trombocita (ουσ αρσ )
trombocito (ουσ αρσ )
trombocitopenia (θηλ.ουσ)
trombocitosi (θηλ.ουσ)
tromboflebite (θηλ.ουσ)
trombone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---