Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trómba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtromba]

η τρομπέτα, η σάλπιγγα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troica trombaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tromba [θηλ.] d'aria = ο ανεμοστρόβιλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

troia (θηλ.ουσ)
troiaio (ουσ αρσ )
troiano (ουσ αρσ )
troiano (επίθ.)
troica (θηλ.ουσ)
tromba (θηλ.ουσ)
trombaio (ουσ αρσ )
trombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trombetta (θηλ.ουσ)
trombettiere (ουσ αρσ )
trombettista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombina (θηλ.ουσ)
trombo (ουσ αρσ )
trombocita (ουσ αρσ )
trombocito (ουσ αρσ )
trombocitopenia (θηλ.ουσ)
trombocitosi (θηλ.ουσ)
tromboflebite (θηλ.ουσ)
trombone (ουσ αρσ )
trombonista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---