Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trògolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɔgolo]

σκάφη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trogloditismo troia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trofoneurosi (θηλ.ουσ)
trofoneurotico (επίθ.)
troglodita (ουσ αρσ και θηλ.)
trogloditico (επίθ.)
trogloditismo (ουσ αρσ )
trogolo (ουσ αρσ )
troia (θηλ.ουσ)
troiaio (ουσ αρσ )
troiano (ουσ αρσ )
troiano (επίθ.)
troica (θηλ.ουσ)
tromba (θηλ.ουσ)
trombaio (ουσ αρσ )
trombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trombetta (θηλ.ουσ)
trombettiere (ουσ αρσ )
trombettista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombina (θηλ.ουσ)
trombo (ουσ αρσ )
trombocita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---