Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trivellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trivelˈlare]

1 τρυπώ με τρυπάνι
2 πονοκεφαλιάζω κάποιον
3 πιλατεύω κάποιον
4 τριβελίζω
5 τρυπανίζω
6 τρυπώ με γεωτρύπανο
7 ανοίγω στοά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trivella trivellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

triumviro (ουσ αρσ )
trivalente (θηλ. επίθ και ουσ)
trivalenza (θηλ.ουσ)
trivalve (επίθ.)
trivella (θηλ.ουσ)
trivellare (ρ. μτβ.)
trivellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trivellatura (θηλ.ουσ)
trivellazione (θηλ.ουσ)
trivello (ουσ αρσ )
triviale (επίθ.)
trivialità (θηλ.ουσ)
trivialmente (επίρ.)
trivio (ουσ αρσ )
trizio (ουσ αρσ )
trocaico (επίθ.)
trocantere (ουσ αρσ )
trocanterico (επίθ.)
trocheo (ουσ αρσ )
troclea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---