Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrivellàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [trivelˈlare] 1 τρυπώ με τρυπάνι 2 πονοκεφαλιάζω κάποιον 3 πιλατεύω κάποιον 4 τριβελίζω 5 τρυπανίζω 6 τρυπώ με γεωτρύπανο 7 ανοίγω στοά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |