Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrito]

1 πεζολογικός
2 μπανάλ
3 πεζός
4 συνηθισμένος
5 κοινότυπος
6 κοινότοπος
7 λιανισμένος
8 ψιλοκομμένος
9 κατακομμένος
10 τετριμμένος
11 κατατεμαχισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tritello tritolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tritarifiuti (ουσ αρσ )
tritato (επίθ.)
tritatura (θηλ.ουσ)
tritatutto (ουσ αρσ )
tritello (ουσ αρσ )
trito (αρσ. επίθ και ουσ)
tritolare (ρ. μτβ.)
tritolo (ουσ αρσ )
tritone (ουσ αρσ )
trittico (ουσ αρσ )
trittongo (ουσ αρσ )
tritume (ουσ αρσ )
triturabile (επίθ.)
triturare (ρ. μτβ.)
trituratore (ουσ αρσ )
trituratore (επίθ.)
triturazione (θηλ.ουσ)
triumvirale (επίθ.)
triumvirato (ουσ αρσ )
triumviro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---