Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtritàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [triˈtato] τριμμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarne [θηλ.] tritata = ο κιμάς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |