Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tritàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [triˈtato]

τριμμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tritarifiuti tritatura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carne [θηλ.] tritata = ο κιμάς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tritabile (επίθ.)
tritacarne (ουσ αρσ )
tritaghiaccio (ουσ αρσ )
tritare (ρ. μτβ.)
tritarifiuti (ουσ αρσ )
tritato (επίθ.)
tritatura (θηλ.ουσ)
tritatutto (ουσ αρσ )
tritello (ουσ αρσ )
trito (αρσ. επίθ και ουσ)
tritolare (ρ. μτβ.)
tritolo (ουσ αρσ )
tritone (ουσ αρσ )
trittico (ουσ αρσ )
trittongo (ουσ αρσ )
tritume (ουσ αρσ )
triturabile (επίθ.)
triturare (ρ. μτβ.)
trituratore (ουσ αρσ )
trituratore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---