Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrìsto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtristo] 1 ελεεινός 2 δυστυχής 3 άτυχος 4 αναξιοπαθής 5 άμοιρος 6 αχρείος 7 διεστραμμένος 8 αμαρτωλός 9 διεφθαρμένος 10 άθλιος 11 φτωχικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |