Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


triptofàno, triptòfano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triptoˈfano], [tripˈtɔfano]

τρυπτοφάνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tripsina tripudiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trippa (θηλ.ουσ)
trippaio (ουσ αρσ )
tripperia (θηλ.ουσ)
trippone (ουσ αρσ )
tripsina (θηλ.ουσ)
triptofano (ουσ αρσ )
tripudiare (ρ.αμτβ.)
tripudio (ουσ αρσ )
trireattore (ουσ αρσ )
triregno (ουσ αρσ )
trireme (θηλ.ουσ)
tris (ουσ αρσ και θηλ.)
trisavola (θηλ.ουσ)
trisavolo (ουσ αρσ )
trisecare (ρ. μτβ.)
trisettrice (θηλ.ουσ)
trisezione (θηλ.ουσ)
trisillabico (επίθ.)
trisillabo (ουσ αρσ )
trisillabo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---