Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batosfèra (θηλ.ουσ) batteriològico (επίθ.)
batòsta (θηλ.ουσ) batteriòlogo (ουσ αρσ )
bàtrace, batràce (ουσ αρσ ) batterioterapìa (θηλ.ουσ)
batracomiomachìa (θηλ.ουσ) batterìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
battage (ουσ αρσ ) battesimàle (επίθ.)
battàglia (θηλ.ουσ) battésimo (ουσ αρσ )
battagliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) battezzàndo (αρσ. επίθ και ουσ)
battaglièro (επίθ.) battezzàre (ρ. μτβ.)
battàglio (ουσ αρσ ) battezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
battagliòla (θηλ.ουσ) battezzatóre (ουσ αρσ )
battaglióne (ουσ αρσ ) battibaléno (ουσ αρσ )
battellante (ουσ αρσ και θηλ.) battibécco (ουσ αρσ )
battellière (ουσ αρσ ) batticóda (θηλ.ουσ)
battèllo (ουσ αρσ ) batticuòre (ουσ αρσ )
battènte (ουσ αρσ ) battifiàcca (ουσ αρσ και θηλ.)
battènte (επίθ.) battifiànco (ουσ αρσ )
bàttere (ουσ αρσ ) battìgia (θηλ.ουσ)
bàttere (ρ.αμτβ.) battilàrdo (ουσ αρσ )
bàttere (ρ. μτβ.) battilòro (ουσ αρσ και θηλ.)
bàttersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) bàttima (θηλ.ουσ)
batterìa (θηλ.ουσ) battimàno (ουσ αρσ )
battericìda (επίθ.) battimàre (ουσ αρσ )
battèrico (επίθ.) battiménto (ουσ αρσ )
battèrio (ουσ αρσ ) battipàlo (ουσ αρσ )
batteriologìa (θηλ.ουσ) battipànni (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: