Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultracórto (επίθ.) ultraviolétto (επίθ.)
ultracùstica (θηλ.ουσ) ultravìrus (ουσ αρσ )
ultracùstico (επίθ.) ultravuòto (ουσ αρσ )
ultraelevato (επίθ.) ululante (επίθ.)
ultrafiltrazióne (θηλ.ουσ) ululàre (ρ.αμτβ.)
ultrafìltro (ουσ αρσ ) ululàto (αρσ. επίθ και ουσ)
ultramarìno (επίθ.) ùlulo (ουσ αρσ )
ultramicròmetro (ουσ αρσ ) ùlva (θηλ.ουσ)
ultramicroscopìa (θηλ.ουσ) umanaménte (επίρ.)
ultramicroscòpico (επίθ.) umanàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
ultramicroscòpio (ουσ αρσ ) umanazióne (θηλ.ουσ)
ultramicròtomo (ουσ αρσ ) umanésimo (ουσ αρσ )
ultramodèrno (επίθ.) umanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ultramontàno (επίθ.) umanìstico (επίθ.)
ultrapotènte (επίθ.) umanità (θηλ.ουσ)
ultraràpido (επίθ.) umanitàrio (ουσ αρσ )
ultrarósso (αρσ. επίθ και ουσ) umanitàrio (επίθ.)
ultrasensìbile (επίθ.) umanitarìsmo (ουσ αρσ )
ultrasinìstra (θηλ.ουσ) umanizzàre (ρ. μτβ.)
ultrasonòro (επίθ.) umanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
ultrastruttùra (θηλ.ουσ) umanizzato (επίθ.)
ultrasuòno (ουσ αρσ ) umàno (ουσ αρσ )
ultrasuonoterapìa (θηλ.ουσ) umàno (επίθ.)
ultraterréno (επίθ.) umanòide (ουσ αρσ )
ultraviolétto (ουσ αρσ ) umanòide (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: