Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tùtto (επίθ.) ubriacàre (ρ. μτβ.)
tuttoché (σύνδ.) ubriacarsi (ρ.μ. (αντων.))
tuttóra (επίρ.) ubriacatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
tùzia (θηλ.ουσ) ubriacatùra (θηλ.ουσ)
tweed (ουσ αρσ ) ubriachézza (θηλ.ουσ)
twist (ουσ αρσ ) ubriàco (ουσ αρσ )
two step (ουσ αρσ ) ubriàco (επίθ.)
tzigàno (ουσ αρσ ) ubriacóne (ουσ αρσ )
tzigàno (επίθ.) uccellagióne (θηλ.ουσ)
uabaìna (θηλ.ουσ) uccellàio (ουσ αρσ )
uàdi (ουσ αρσ ) uccellàme (ουσ αρσ )
ubbìa (θηλ.ουσ) uccellànda (θηλ.ουσ)
ubbidiènte (επίθ.) uccellàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ubbidientemente (επίρ.) uccellatóio (ουσ αρσ )
ubbidiènza (θηλ.ουσ) uccellatóre (ουσ αρσ )
ubbidìre (ρ.αμτβ.) uccellétto (ουσ αρσ )
ubbióso (επίθ.) uccellièra (θηλ.ουσ)
ubertà (θηλ.ουσ) uccellìno (ουσ αρσ )
Ubèrto (κύρ.όν. αρσ.) uccèllo (ουσ αρσ )
ubertosità (θηλ.ουσ) uccìdere (ρ. μτβ.)
ubertóso (επίθ.) uccidersi (ρ.μ. (αντων.))
ubicàre (ρ. μτβ.) uccisióne (θηλ.ουσ)
ubicàto (επίθ.) uccìso (ουσ αρσ )
ubicazióne (θηλ.ουσ) uccìso (επίθ.)
ubiquità (θηλ.ουσ) uccisóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: