Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ubertóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uberˈtoso], [uberˈtozo]

1 εύφορος
2 γόνιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ubertosità ubicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ubbidire (ρ.αμτβ.)
ubbioso (επίθ.)
ubertà (θηλ.ουσ)
Uberto (κύρ.όν. αρσ.)
ubertosità (θηλ.ουσ)
ubertoso (επίθ.)
ubicare (ρ. μτβ.)
ubicato (επίθ.)
ubicazione (θηλ.ουσ)
ubiquità (θηλ.ουσ)
ubriacare (ρ. μτβ.)
ubriacarsi (ρ.μ. (αντων.))
ubriacatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ubriacatura (θηλ.ουσ)
ubriachezza (θηλ.ουσ)
ubriaco (ουσ αρσ )
ubriaco (επίθ.)
ubriacone (ουσ αρσ )
uccellagione (θηλ.ουσ)
uccellaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---