Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόubriacàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ubriaˈkare] μεθώ κάποιον ubriacarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ubriaˈkarsi] μεθώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |