Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uccellagióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [utʧellaˈʤone]

πιάσιμο πουλιών σε βρόχια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ubriacone uccellaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ubriacatura (θηλ.ουσ)
ubriachezza (θηλ.ουσ)
ubriaco (ουσ αρσ )
ubriaco (επίθ.)
ubriacone (ουσ αρσ )
uccellagione (θηλ.ουσ)
uccellaio (ουσ αρσ )
uccellame (ουσ αρσ )
uccellanda (θηλ.ουσ)
uccellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
uccellatoio (ουσ αρσ )
uccellatore (ουσ αρσ )
uccelletto (ουσ αρσ )
uccelliera (θηλ.ουσ)
uccellino (ουσ αρσ )
uccello (ουσ αρσ )
uccidere (ρ. μτβ.)
uccidersi (ρ.μ. (αντων.))
uccisione (θηλ.ουσ)
ucciso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---