Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uccìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [utˈʧizo]

δολοφονημένος άνθρωπος

uccìso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [utˈʧizo]

1 σφαγιασμένος
2 δολοφονημένος
3 σκοτωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uccisione uccisore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uccellino (ουσ αρσ )
uccello (ουσ αρσ )
uccidere (ρ. μτβ.)
uccidersi (ρ.μ. (αντων.))
uccisione (θηλ.ουσ)
ucciso (ουσ αρσ )
ucciso (επίθ.)
uccisore (ουσ αρσ )
ucraina (θηλ.ουσ)
ucraino (ουσ αρσ )
ucraino (επίθ.)
udibile (επίθ.)
udibilità (θηλ.ουσ)
udienza (θηλ.ουσ)
udire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
udita (θηλ.ουσ)
uditivo (επίθ.)
udito (ουσ αρσ )
udito (επίθ.)
uditofono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---