Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuccìso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [utˈʧizo] δολοφονημένος άνθρωπος uccìso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [utˈʧizo] 1 σφαγιασμένος 2 δολοφονημένος 3 σκοτωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |