Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uàdi  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈwadi]

1 φαράγγι
2 ξεροπόταμος (στη Σαχάρα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uabaina ubbia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

twist (ουσ αρσ )
two step (ουσ αρσ )
tzigano (ουσ αρσ )
tzigano (επίθ.)
uabaina (θηλ.ουσ)
uadi (ουσ αρσ )
ubbia (θηλ.ουσ)
ubbidiente (επίθ.)
ubbidientemente (επίρ.)
ubbidienza (θηλ.ουσ)
ubbidire (ρ.αμτβ.)
ubbioso (επίθ.)
ubertà (θηλ.ουσ)
Uberto (κύρ.όν. αρσ.)
ubertosità (θηλ.ουσ)
ubertoso (επίθ.)
ubicare (ρ. μτβ.)
ubicato (επίθ.)
ubicazione (θηλ.ουσ)
ubiquità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---