Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uabaìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [wabaˈina]

ουαμπαΐνη (δηλητήριο C29H44O12.8H2O)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tzigano uadi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tweed (ουσ αρσ )
twist (ουσ αρσ )
two step (ουσ αρσ )
tzigano (ουσ αρσ )
tzigano (επίθ.)
uabaina (θηλ.ουσ)
uadi (ουσ αρσ )
ubbia (θηλ.ουσ)
ubbidiente (επίθ.)
ubbidientemente (επίρ.)
ubbidienza (θηλ.ουσ)
ubbidire (ρ.αμτβ.)
ubbioso (επίθ.)
ubertà (θηλ.ουσ)
Uberto (κύρ.όν. αρσ.)
ubertosità (θηλ.ουσ)
ubertoso (επίθ.)
ubicare (ρ. μτβ.)
ubicato (επίθ.)
ubicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---