Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ubbidiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ubbiˈdjɛnte]

υπάκουος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ubbia ubbidientemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tzigano (ουσ αρσ )
tzigano (επίθ.)
uabaina (θηλ.ουσ)
uadi (ουσ αρσ )
ubbia (θηλ.ουσ)
ubbidiente (επίθ.)
ubbidientemente (επίρ.)
ubbidienza (θηλ.ουσ)
ubbidire (ρ.αμτβ.)
ubbioso (επίθ.)
ubertà (θηλ.ουσ)
Uberto (κύρ.όν. αρσ.)
ubertosità (θηλ.ουσ)
ubertoso (επίθ.)
ubicare (ρ. μτβ.)
ubicato (επίθ.)
ubicazione (θηλ.ουσ)
ubiquità (θηλ.ουσ)
ubriacare (ρ. μτβ.)
ubriacarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---