Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtzigàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tziˈgano] 1 γύφτος 2 τσιγγάνος tzigàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tziˈgano] 1 γύφτικος 2 τσιγγάνικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |