Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sàdico (ουσ αρσ ) sagacità (θηλ.ουσ)
sàdico (επίθ.) saggézza (θηλ.ουσ)
sadìsmo (ουσ αρσ ) saggiaménte (επίρ.)
sadomasochìsmo (ουσ αρσ ) saggiàre (ρ. μτβ.)
sadomasochìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) saggiatóre (ουσ αρσ )
sadomasochìstico (επίθ.) saggiatùra (θηλ.ουσ)
saducèo (αρσ. επίθ και ουσ) saggìna (θηλ.ουσ)
saétta, saètta (θηλ.ουσ) sagginàle (ουσ αρσ )
saettànte (επίθ.) sagginàre (ρ. μτβ.)
saettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sagginàto (επίθ.)
saettatóre (αρσ. επίθ και ουσ) sàggio (ουσ αρσ )
saettèlla (θηλ.ουσ) sàggio (επίθ.)
saettóne (ουσ αρσ ) saggìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
safàri (ουσ αρσ ) saggìstica (θηλ.ουσ)
safèna (θηλ.ουσ) saggìstico (επίθ.)
safèno (επίθ.) sagittàle (επίθ.)
sàffica (θηλ.ουσ) sagittària (θηλ.ουσ)
sàffico (αρσ. επίθ και ουσ) sagittàrio (ουσ αρσ )
saffìsmo (ουσ αρσ ) sagittàto (επίθ.)
sàffo (θηλ.ουσ) sàgola (θηλ.ουσ)
safranìna (θηλ.ουσ) sàgoma (θηλ.ουσ)
sàga (θηλ.ουσ) sagomàre (ρ. μτβ.)
sagàce (επίθ.) sagomàto (αρσ. επίθ και ουσ)
sagaceménte (επίρ.) sagomatrìce (θηλ.ουσ)
sagàcia (θηλ.ουσ) sagomatùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: