Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiosvéglia (θηλ.ουσ) radiotrasméttere (ρ. μτβ.)
radiotassì (ουσ αρσ ) radiotrasmettitóre (ουσ αρσ )
radiotàxi, radiotaxì (ουσ αρσ ) radiotrasmittènte (θηλ. επίθ και ουσ)
radiotècnica (θηλ.ουσ) radioutènte (ουσ αρσ και θηλ.)
radiotècnico (αρσ. επίθ και ουσ) radiovènto (ουσ αρσ )
radiotelefonìa (θηλ.ουσ) radiovisióne (θηλ.ουσ)
radiotelefònico (επίθ.) raditùra (θηλ.ουσ)
radiotelefonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) ràdium (ουσ αρσ )
radiotelèfono (ουσ αρσ ) ràdo (επίθ.)
radiotelefotografìa (θηλ.ουσ) ràdon (ουσ αρσ )
radiotelegrafàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ràdula (θηλ.ουσ)
radiotelegrafìa (θηλ.ουσ) radùme (ουσ αρσ )
radiotelegràfico (επίθ.) radunaménto (ουσ αρσ )
radiotelegrafìsta (ουσ αρσ και θηλ.) radunàre (ρ. μτβ.)
radiotelegràmma (ουσ αρσ ) radunarsi (ρ.μ. (αντων.))
radiotelemetrìa (θηλ.ουσ) radunàta (θηλ.ουσ)
radiotelèmetro (ουσ αρσ ) radùno (ουσ αρσ )
radiotelescòpio (ουσ αρσ ) radùra (θηλ.ουσ)
radiotelescrivènte (θηλ.ουσ) ràfano (ουσ αρσ )
radiotelevisióne (θηλ.ουσ) ràfe (ουσ αρσ )
radiotelevisìvo (επίθ.) raffaellésco (αρσ. επίθ και ουσ)
radioterapèutico (επίθ.) raffazzonaménto (ουσ αρσ )
radioterapìa (θηλ.ουσ) raffazzonàre (ρ. μτβ.)
radioteràpico (επίθ.) raffazzonatóre (ουσ αρσ )
radioterapìsta (ουσ αρσ και θηλ.) rafférma (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: