Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radiovènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,radjoˈvɛnto]

1 παρατήρηση ανώτερης ατμόσφαιρας με μετεωρολογικό αερόστατο εφοδιασμένο με ηλεκτρονικά όργανα
2 άνεμος καταγραμμένος με μετεωρολογικό αερόστατο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radioutente radiovisione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radioterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiotrasmettere (ρ. μτβ.)
radiotrasmettitore (ουσ αρσ )
radiotrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
radioutente (ουσ αρσ και θηλ.)
radiovento (ουσ αρσ )
radiovisione (θηλ.ουσ)
raditura (θηλ.ουσ)
radium (ουσ αρσ )
rado (επίθ.)
radon (ουσ αρσ )
radula (θηλ.ουσ)
radume (ουσ αρσ )
radunamento (ουσ αρσ )
radunare (ρ. μτβ.)
radunarsi (ρ.μ. (αντων.))
radunata (θηλ.ουσ)
raduno (ουσ αρσ )
radura (θηλ.ουσ)
rafano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---