Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradunàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [raduˈnata] 1 συναγωγή 2 συμμάζεμα 3 σύναξη 4 συνάθροιση 5 συλλογή 6 μάζωξη 7 συγκέντρωση 8 ομήγυρη 9 μάζεμα 10 συρροή 11 συνέλευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |