Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradunaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [radunaˈmento] 1 συλλογή 2 καλλιτεχνική συναρμολόγηση 3 συνέλευση 4 συνάθροιση 5 συναρμολόγηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |