Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόradùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [raˈdura] 1 ξέφωτο 2 καθαρισμένο έδαφος από δέντρα 3 γυμνό κομμάτι εδάφους 4 ξάνοιγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |