Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràdo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈrado] αραιός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi rado, raramente = αραιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |