Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radioutènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,radjouˈtɛnte]

ερασιτέχνης που κάνει εκπομπή στα βραχέα με άδεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiotrasmittente radiovento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radioterapico (επίθ.)
radioterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiotrasmettere (ρ. μτβ.)
radiotrasmettitore (ουσ αρσ )
radiotrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
radioutente (ουσ αρσ και θηλ.)
radiovento (ουσ αρσ )
radiovisione (θηλ.ουσ)
raditura (θηλ.ουσ)
radium (ουσ αρσ )
rado (επίθ.)
radon (ουσ αρσ )
radula (θηλ.ουσ)
radume (ουσ αρσ )
radunamento (ουσ αρσ )
radunare (ρ. μτβ.)
radunarsi (ρ.μ. (αντων.))
radunata (θηλ.ουσ)
raduno (ουσ αρσ )
radura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---