Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortopèdico (επίθ.) oscillatóre (ουσ αρσ )
ortoscòpico (επίθ.) oscillatòrio (επίθ.)
ortoscòpio (ουσ αρσ ) oscillazióne (θηλ.ουσ)
ortòsio (ουσ αρσ ) oscillografìa (θηλ.ουσ)
ortostàtico (επίθ.) oscillògrafo (ουσ αρσ )
ortòttero (ουσ αρσ ) oscillogràmma (ουσ αρσ )
ortòttica (θηλ.ουσ) oscillòmetro (ουσ αρσ )
ortòttico (επίθ.) oscilloscòpio (ουσ αρσ )
ortottìsta (ουσ αρσ και θηλ.) osculatóre (επίθ.)
orvièto, orviéto (ουσ αρσ ) osculazióne (θηλ.ουσ)
òrza (θηλ.ουσ) òsculo (ουσ αρσ )
orzaiòlo (ουσ αρσ ) oscuràbile (επίθ.)
orzàre (ρ.αμτβ.) oscuraménte (επίρ.)
orzàta (θηλ.ουσ) oscuraménto (ουσ αρσ )
orzàto (επίθ.) oscurantìsmo (ουσ αρσ )
òrzo (ουσ αρσ ) oscurantìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
osànna (ουσ αρσ ) oscurantìstico (επίθ.)
osannàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) oscuràre (ρ.αμτβ.)
osàre (ρ. μτβ.) oscuràre (ρ. μτβ.)
òscar (ουσ αρσ ) oscurarsi (ρ.μ. (αντων.))
oscenaménte (επίρ.) oscuratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
oscenità (θηλ.ουσ) oscurazióne (θηλ.ουσ)
oscèno (επίθ.) oscurità (θηλ.ουσ)
oscillànte (επίθ.) oscùro (ουσ αρσ )
oscillàre (ρ.αμτβ.) oscùro (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: