Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavoracchiàre (ρ.αμτβ.) le (οριστ. άρθ.)
lavoràccio (ουσ αρσ ) le (προσωπ. αντων.)
lavorànte (ουσ αρσ ) leader (ουσ αρσ και θηλ.)
lavorànte (θηλ.ουσ) leàle (επίθ.)
lavoràre (ρ.αμτβ.) lealìsmo (ουσ αρσ )
lavoràta (θηλ.ουσ) lealìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lavoratìvo (επίθ.) lealménte (επίρ.)
lavoràto (ουσ αρσ ) lealtà (θηλ.ουσ)
lavoràto (επίθ.) leàndro (ουσ αρσ )
lavoratóre (ουσ αρσ ) leàrdo (αρσ. επίθ και ουσ)
lavoratóre (επίθ.) leasing (ουσ αρσ )
lavorazióne (θηλ.ουσ) lébbra (θηλ.ουσ)
lavoricchiàre (ρ.αμτβ.) lebbrosàrio (ουσ αρσ )
lavorìo (ουσ αρσ ) lebbróso (ουσ αρσ )
lavóro (ουσ αρσ ) lebbróso (επίθ.)
laziàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) lécca–lécca (ουσ αρσ )
làzio (επίθ.) leccapiàtti (ουσ αρσ και θηλ.)
lazo (ουσ αρσ ) leccapièdi (ουσ αρσ και θηλ.)
lazzarétto (ουσ αρσ ) leccàrda (θηλ.ουσ)
làzzaro (ουσ αρσ ) leccàre (ρ. μτβ.)
lazzaronàta (θηλ.ουσ) leccarsi (ρ.μ. (αντων.))
lazzaróne (ουσ αρσ ) leccàta (θηλ.ουσ)
lazzeruòla (θηλ.ουσ) leccàto (επίθ.)
lazzeruòlo (ουσ αρσ ) leccatùra (θηλ.ουσ)
làzzo (ουσ αρσ ) leccéto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: