Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebanìte (θηλ.ουσ) ebullioscòpio (ουσ αρσ )
èbano (ουσ αρσ ) ebùrneo (επίθ.)
ebbène (σύνδ.) ecatómbe (θηλ.ουσ)
èbbio (ουσ αρσ ) ecatòstilo (επίθ.)
ebbrézza (θηλ.ουσ) eccedènte (ουσ αρσ )
èbbro (αρσ. επίθ και ουσ) eccedènte (επίθ.)
ebdomadàrio (ουσ αρσ ) eccedènza (θηλ.ουσ)
ebdomadàrio (επίθ.) eccèdere (ρ.αμτβ.)
ebe (κύρ.όν. θηλ.) eccèdere (ρ. μτβ.)
ebetàggine (θηλ.ουσ) eccellènte (επίθ.)
èbete (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) eccellenteménte (επίρ.)
ebetìsmo (ουσ αρσ ) eccellentìssimo (αρσ. επίθ και ουσ)
ebollizióne (θηλ.ουσ) eccellènza (θηλ.ουσ)
ebraicìsta (ουσ αρσ και θηλ.) eccèllere (ρ.αμτβ.)
ebràico (ουσ αρσ ) eccèlso (αρσ. επίθ και ουσ)
ebràico (επίθ.) eccentricità (θηλ.ουσ)
ebraìsmo (ουσ αρσ ) eccèntrico (ουσ αρσ )
ebraìsta (ουσ αρσ και θηλ.) eccèntrico (επίθ.)
ebrèa (θηλ.ουσ) eccepìbile (επίθ.)
ebrèo (ουσ αρσ ) eccepìre (ρ. μτβ.)
ebrèo (επίθ.) eccessivaménte (επίρ.)
Èbridi (κύρ.όν.θηλ. πληθ.) eccessività (θηλ.ουσ)
ebrietà (θηλ.ουσ) eccessìvo (επίθ.)
ebulliòmetro (ουσ αρσ ) eccèsso (ουσ αρσ )
ebullioscopìa (θηλ.ουσ) eccètera (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: