Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecatómbe  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekaˈtombe]

1 μακελειό
2 μαζική σφαγή
3 εκατόμβη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eburneo ecatostilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebrietà (θηλ.ουσ)
ebulliometro (ουσ αρσ )
ebullioscopia (θηλ.ουσ)
ebullioscopio (ουσ αρσ )
eburneo (επίθ.)
ecatombe (θηλ.ουσ)
ecatostilo (επίθ.)
eccedente (ουσ αρσ )
eccedente (επίθ.)
eccedenza (θηλ.ουσ)
eccedere (ρ.αμτβ.)
eccedere (ρ. μτβ.)
eccellente (επίθ.)
eccellentemente (επίρ.)
eccellentissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
eccellenza (θηλ.ουσ)
eccellere (ρ.αμτβ.)
eccelso (αρσ. επίθ και ουσ)
eccentricità (θηλ.ουσ)
eccentrico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---