Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecatòstilo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ɛkaˈtɔstilo]

Εκατόστυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ecatombe eccedente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebulliometro (ουσ αρσ )
ebullioscopia (θηλ.ουσ)
ebullioscopio (ουσ αρσ )
eburneo (επίθ.)
ecatombe (θηλ.ουσ)
ecatostilo (επίθ.)
eccedente (ουσ αρσ )
eccedente (επίθ.)
eccedenza (θηλ.ουσ)
eccedere (ρ.αμτβ.)
eccedere (ρ. μτβ.)
eccellente (επίθ.)
eccellentemente (επίρ.)
eccellentissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
eccellenza (θηλ.ουσ)
eccellere (ρ.αμτβ.)
eccelso (αρσ. επίθ και ουσ)
eccentricità (θηλ.ουσ)
eccentrico (ουσ αρσ )
eccentrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---