Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccèlso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛlso]

1 υπέροχος
2 θαυμάσιος
3 ανώτερος
4 ανυπέρβλητος
5 ανώτερος
6 εξαίσιος
7 εξαιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccellere eccentricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccellente (επίθ.)
eccellentemente (επίρ.)
eccellentissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
eccellenza (θηλ.ουσ)
eccellere (ρ.αμτβ.)
eccelso (αρσ. επίθ και ουσ)
eccentricità (θηλ.ουσ)
eccentrico (ουσ αρσ )
eccentrico (επίθ.)
eccepibile (επίθ.)
eccepire (ρ. μτβ.)
eccessivamente (επίρ.)
eccessività (θηλ.ουσ)
eccessivo (επίθ.)
eccesso (ουσ αρσ )
eccetera (επίρ.)
eccetto (πρόθ.)
eccettuabile (επίθ.)
eccettuare (ρ. μτβ.)
eccettuativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---