Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccèntrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛntriko]

1 ανάποδος άνθρωπος
2 έκκεντρος μηχανισμός
3 άξονας εκκεντροφόρος

eccèntrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛntriko]

εκκεντρικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccentricità eccepibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccellentissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
eccellenza (θηλ.ουσ)
eccellere (ρ.αμτβ.)
eccelso (αρσ. επίθ και ουσ)
eccentricità (θηλ.ουσ)
eccentrico (ουσ αρσ )
eccentrico (επίθ.)
eccepibile (επίθ.)
eccepire (ρ. μτβ.)
eccessivamente (επίρ.)
eccessività (θηλ.ουσ)
eccessivo (επίθ.)
eccesso (ουσ αρσ )
eccetera (επίρ.)
eccetto (πρόθ.)
eccettuabile (επίθ.)
eccettuare (ρ. μτβ.)
eccettuativo (επίθ.)
eccettuato (επίθ.)
eccezionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---