ItalianoGreco


eccèntrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛntriko]

1 ανάποδος άνθρωπος
2 έκκεντρος μηχανισμός
3 άξονας εκκεντροφόρος

eccèntrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛntriko]

εκκεντρικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---