Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccedènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛnte]

1 πλεόνασμα αποθεμάτων
2 υπερβολή
3 πλεόνασμα
4 περίσσευμα

eccedènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛnte]

1 παραπανίσιος
2 πλεονασματικός
3 περίσσιος
4 άφθονος
5 υπέρβαρος
6 περισσευούμενος
7 υπερβολικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ecatostilo eccedenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebullioscopia (θηλ.ουσ)
ebullioscopio (ουσ αρσ )
eburneo (επίθ.)
ecatombe (θηλ.ουσ)
ecatostilo (επίθ.)
eccedente (ουσ αρσ )
eccedente (επίθ.)
eccedenza (θηλ.ουσ)
eccedere (ρ.αμτβ.)
eccedere (ρ. μτβ.)
eccellente (επίθ.)
eccellentemente (επίρ.)
eccellentissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
eccellenza (θηλ.ουσ)
eccellere (ρ.αμτβ.)
eccelso (αρσ. επίθ και ουσ)
eccentricità (θηλ.ουσ)
eccentrico (ουσ αρσ )
eccentrico (επίθ.)
eccepibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---