eccedènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛntsa]
1 περίσσευμα
2 υπερβολικό φορτίο
3 ανατροπή ισορροπίας
4 περίσσεια
5 πλεόνασμα ισολογισμού
6 πλεόνασμα
7 υπερτίμηση
8 υπερβολική επιβάρυνση
9 παραγέμισμα
10 υπέρβαρο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛntsa]
1 περίσσευμα
2 υπερβολικό φορτίο
3 ανατροπή ισορροπίας
4 περίσσεια
5 πλεόνασμα ισολογισμού
6 πλεόνασμα
7 υπερτίμηση
8 υπερβολική επιβάρυνση
9 παραγέμισμα
10 υπέρβαρο
permalink
eccedenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android