Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόebollizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ebollitˈtsjone] 1 αναστάτωση 2 βράσιμο 3 ταραχή 4 αναμπουμπούλα 5 κοχλασμός 6 βρασμός 7 χοχλάκισμα 8 αναβρασμός 9 έξαψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |