Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόebràico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈbrajko] εβραὶκή γλώσσα ebràico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [eˈbrajko] 1 εβραὶκός 2 εβραίικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |