Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ebràico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈbrajko]

εβραὶκή γλώσσα

ebràico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈbrajko]

1 εβραὶκός
2 εβραίικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ebraicista ebraismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ebetaggine (θηλ.ουσ)
ebete (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ebetismo (ουσ αρσ )
ebollizione (θηλ.ουσ)
ebraicista (ουσ αρσ και θηλ.)
ebraico (ουσ αρσ )
ebraico (επίθ.)
ebraismo (ουσ αρσ )
ebraista (ουσ αρσ και θηλ.)
ebrea (θηλ.ουσ)
ebreo (ουσ αρσ )
ebreo (επίθ.)
Ebridi (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
ebrietà (θηλ.ουσ)
ebulliometro (ουσ αρσ )
ebullioscopia (θηλ.ουσ)
ebullioscopio (ουσ αρσ )
eburneo (επίθ.)
ecatombe (θηλ.ουσ)
ecatostilo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---