Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rùzzola (θηλ.ουσ) saccaràsi (θηλ.ουσ)
ruzzolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) saccàrico (επίθ.)
ruzzolàta (θηλ.ουσ) saccàride (ουσ αρσ )
ruzzolìo (ουσ αρσ ) saccarìfero (επίθ.)
ruzzolóne (ουσ αρσ ) saccarificàre (ρ. μτβ.)
ruzzolóni (επίρ.) saccarificazióne (θηλ.ουσ)
sabadìglia (θηλ.ουσ) saccarimetrìa (θηλ.ουσ)
sàbato (ουσ αρσ ) saccarìmetro (ουσ αρσ )
sabàudo (αρσ. επίθ και ουσ) saccarìna (θηλ.ουσ)
sabbàtico (επίθ.) saccarinàto (επίθ.)
sàbbia (θηλ.ουσ) saccarìno (επίθ.)
sàbbia (επίθ.) saccaròide (επίθ.)
sabbiàre (ρ. μτβ.) saccaròmetro (ουσ αρσ )
sabbiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) saccaromicèti (ουσ αρσ πληθ.)
sabbiatrìce (θηλ.ουσ) saccaròsio (ουσ αρσ )
sabbiatùra (θηλ.ουσ) saccàta (θηλ.ουσ)
sabbièra (θηλ.ουσ) saccatùra (θηλ.ουσ)
sabbióne (ουσ αρσ ) saccènte (ουσ αρσ και θηλ.)
sabbionìccio (ουσ αρσ ) saccènte (επίθ.)
sabbióso (επίθ.) saccenteménte (επίρ.)
sabìna (θηλ.ουσ) saccenterìa (θηλ.ουσ)
sabotàggio (ουσ αρσ ) saccheggiaménto (ουσ αρσ )
sabotàre (ρ. μτβ.) saccheggiàre (ρ. μτβ.)
sabotatóre (αρσ. επίθ και ουσ) saccheggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sàcca (θηλ.ουσ) sacchéggio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: