Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccarimetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sakkarimeˈtria]

σακχαρομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccarificazione saccarimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccarico (επίθ.)
saccaride (ουσ αρσ )
saccarifero (επίθ.)
saccarificare (ρ. μτβ.)
saccarificazione (θηλ.ουσ)
saccarimetria (θηλ.ουσ)
saccarimetro (ουσ αρσ )
saccarina (θηλ.ουσ)
saccarinato (επίθ.)
saccarino (επίθ.)
saccaroide (επίθ.)
saccarometro (ουσ αρσ )
saccaromiceti (ουσ αρσ πληθ.)
saccarosio (ουσ αρσ )
saccata (θηλ.ουσ)
saccatura (θηλ.ουσ)
saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---